- εκτεταμένως
- και εκτεταμένα (Α ἐκτεταμένως)νεοελλ.σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλη διάρκεια χρόνου, εκτενώς, ευρέως, διεξοδικώςαρχ.1. γραμμ. με έκταση τού βραχέος φωνήεντος σε μακρό («ἐκτεταμένως εἴρηκε καρῑδα», Αθήν.)2. Κατά τον Ησύχ. «ἡπλωμένως».
Dictionary of Greek. 2013.